- προσσίτιος
- -ον, Α1. αυτός που είναι κατάλληλος για τροφή2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσσίτια(κατά τον Ησύχ.) όσα προσφέρονται ως τροφή, εδέσματα, ποτιδόρπια*.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + σῖτος + επίθημα -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.